εγκυμοσύνη - traduction vers Anglais
Diclib.com
Dictionnaire en ligne

εγκυμοσύνη - traduction vers Anglais


εγκυμοσύνη         
pregnancy
pregnancy      
n. κυοφορία, εγκυμοσύνη, πληρότης, πληρότητα, σπουδαιότητα

Wikipédia

Εγκυμοσύνη
Εγκυμοσύνη είναι η διαδικασία κατά την οποία μία γυναίκα φέρει ένα γονιμοποιημένο ωάριο, το οποίο αναπτύσσεται κι εξελίσσεται μέσα της και διαρκεί μέχρι και τη γέννηση του βρέφους. Ο ιατρικός όρος για την κυοφορούσα γυναίκα είναι "έγκυος" και για το μωρό πριν τη γέννησή του "εμβρύου".